- πρόστιμο
- τοχρηματική ποινή: Του βάλανε πρόστιμο για τροχαία παράβαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόστιμο — το / πρόστιμον ΝΑ νεοελλ. 1. ποινή που συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού από υπαλλήλους που υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα, καθώς και το ίδιο το χρηματικό ποσό 2. (ποιν. δίκ.) χρηματική, πταισματική ποινή, επιβαλλόμενη από δικαστήριο,… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… … Dictionary of Greek
εκτίνω — και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος τού εκτίνω πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές») αρχ. 1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι 2.… … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… … Dictionary of Greek
προστίμημα — ήματος, τὸ, Α [προστιμῶ] πρόστιμο βαρύτερο από το πρόστιμο που ορίζει ο νόμος («ταῡτα ἄκυρα ποιεῑ τῶν προστιμημάτων», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
προστίμιον — τὸ, Μ [πρόστιμο] το πρόστιμο … Dictionary of Greek
προστιμάρω — και προστιμέρνω και προστιμεύω Ν τιμωρώ κάποιον επιβάλλοντάς του πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστιμο + κατάλ. άρω / εύω (πρβλ. κριτικ άρω)] … Dictionary of Greek